-
1 πόριμος
πόριμος, fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch ἔργον, rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist πόριμος οἶνος = der durchgeht, durchdringt.
-
2 ποριμος
21) умеющий найти выход, находчивый(ὅ Ἔρως Plat.; τόλμη Arph.)
π. αὑτῷ, τῇ πόλει δ΄ ἀμήχανος Arph. — изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах;ἄπορα π. Aesch. — пытающийся достичь невозможного2) дающий выход, приносящий избавление, спасительный(ἔργον Arph.)
3) обладающий средствами или возможностями(ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.)
4) возможный(Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.)
См. также в других словарях:
πόριμος — ον, θηλ. και ίμη, Α 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.) 2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος 3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.) 4. (για τροφή)… … Dictionary of Greek